- ημιαγωγός
- półprzewodnik (m) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη … Dictionary of Greek
κύκλωμα — το (AM κύκλωμα) [κυκλώ (II)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση νεοελλ. 1. ομάδα αλληλοϋποστήριζόμενων ατόμων που έχουν κοινές απόψεις, κοινές επιδιώξεις και κυρίως κοινά συμφέροντα και δρουν συνήθως ιδιοτελώς 2. φρ. α) φυσ.… … Dictionary of Greek
τέκνετρο(ν) — το, Ν (ηλεκτρον.) ραβδόμορφος ημιαγωγός που μοιάζει με ηλεκτρονική λυχνία και τού οποίου το ένα άκρο είναι η κάθοδος και το άλλο άκρο η άνοδος, ενώ το μέσο του είναι πολύ λεπτό και περιβάλλεται από ηλεκτρόδιο που λειτουργεί όπως και το οδηγό… … Dictionary of Greek